ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Κατά καιρούς, στη νεότερη ιστορία του, το Αγκίστρι δέχτηκε πολλούς αποίκους, κυρίως Αρβανίτες, από τον 14ο έως τον 17ο αι. μ.Χ., που ήρθαν από τις απέναντι ακτές της Πελοποννήσου και την Στερεά Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν δυτικά, δίπλα στη Λίμνη.
Αργότερα, εξαιτίας των επιδρομών των πειρατών, μετακινήθηκαν νοτιότερα, δημιουργώντας το χωριό Λιμενάρια.
Οι Αρβανίτες αναμίχθηκαν με τους γηγενείς κατοίκους του Αγκιστρίου και μετέφεραν πολλά από τις παραδόσεις τους στο Αγκίστρι. Γι’ αυτό τον λόγο, ακόμα και σήμερα, μερικές γερόντισσες φορούν πλουμιστές φορεσιές διακοσμημένες με συρίτια, κίτρινα μαντήλια και μιλάνε ή τραγουδάνε Αρβανίτικα.
Οι αρχές του 20ου αιώνα βρίσκουν κάποιους άνδρες να ασχολούνται με τη γεωργία (περιβόλια, ελιές, αμπέλια, σπαρτά, κ.α.), άλλους να είναι “ρετσινάδες” (“χτύπαγαν” τα πεύκα και έβγαζαν το ρετσίνι), πολλούς να ασχολούνται με τη θάλασσα (ναυτικοι ή ψαράδες) και λίγους με την κτηνοτροφία (κυρίως πρόβατα και κατσίκες), χωρίς να λείπουν και τα υπόλοιπα επαγγέλματα.
Δούλευαν από τα ξημερώματα, πρωϊ – πρωϊ, μέχρι που σκοτείνιαζε, πολύ σκληρά για να εξοικονομήσουν μόνο τα απαραίτητα για τα σπίτια τους.
Οι γυναίκες φρόντιζαν το σπίτι, το στόλιζαν, το έπλεναν, μαγείρευαν, ψήνανε ζυμωτό ψωμί στον πετρόχτιστό φούρνο που είχανε στο σπίτι, φρόντιζαν τα παιδιά και πήγαιναν στα περιβόλια. Οι πιο μεγάλες, μαζί με τις κοπέλες που τις μαθαίνανε, ασχολιόντουσαν με τα κεντήματα, τη χειροτεχνία, πλέκανε και υφαίνανε με τους αργαλιούς.
Την Κυριακή ή τις γιορτές όλη η οικογένεια πήγαινε στην Εκκλησία. Μετά την Εκκλησία οι άντρες πήγαιναν στους λιγοστούς καφενέδες των χωριών, για να βρουν τους συγχωριανούς, να πουν τα χωρατά τους και να πιουν ντόπιο κρασί με μεζέδες “χαρακτή ντομάτα, κεφαλοτύρι, ελιές, κρεμμύδι και ζυμωτό ψωμί”.
Σημαντική μέρα για όλη την οικογένεια ήταν η ημέρα που γιόρταζε ο Πολιούχος του χωριού. Εκείνη την ημέρα στα χωριά του Αγκιστρίου, μετά την Εκκλησία, γινότανε μεγάλο πανηγύρι, έθιμο που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, στο οποίο συμμετείχαν, εκτός από τους κατοίκους του χωριού, σχεδόν και όλοι οι κάτοικοι του νησιού.
Μεγάλη χαρά για τα παιδιά να ψωνίζουν παιχνίδια ή παστέλια και μαντολάτα από τους υπαίθριους πωλητές και όλοι μαζί να τρώνε ψητά χοιρινα στη λαδόκολλα, να πίνουν οι μεγάλοι ντόπια ρετσίνα και να χορεύουν με νταούλια και βιολιά, στην πλατεία της Εκκλησίας.
Στους γάμους και στα βαφτίσια και σε όλες τις γιορτές φόραγαν τα “καλά τους”. Η φορεσιά των γυναικών ήταν παραδοσιακή και χαρακτηριζότανε από την περίτεχνη κεντημένη ποδιά, την υφαντή μάλλινη μπόλκα και την κίτρινη μαντήλα, ενώ οι άνδρες φόραγαν σκούρο παντελόνι, σακάκι με το ανοικτό άσπρο πουκάμισο και τη χαρακτηριστική τραγιάσκα.
Το Αγκίστρι πρωτοκατοικήθηκε στον παλαιότερο οικισμό του, το Καντούντι (Παλαιοχώρι), δίπλα στο πευκόφυτο δάσος και κοντά σε ένα από τα παλαιότερα εκκλησάκια του νησιού, το ξωκκλήσι των Αγίων Πάντων.
Πρωτεύουσα του νησιού ήταν από παλιά το Μεγαλοχώρι. Οι παλιοί θυμούνται γραφικά πλακόστρωτα δρομάκια, πέτρινα σπίτια, κεραμοσκεπές, άσπρα πεζούλια, πετρόκτιστους φούρνους, πεντακάθαρες αυλές, παραδοσιακούς καφενέδες και υπέργηρες φιγούρες με τοπικές ενδυμασίες, που μαζί με τον μοναδικό ανεμόμυλο, συνθέτουν το παρελθόν του τόπου.
Ο Δήμος Αγκιστρίου συστάθηκε για πρώτη φορά με Βασιλικό Διάταγμα το 1835, με έδρα τον οικισμό Μεγαλοχώρι και ανήκε στο νομό Αττικής και Βοιωτίας, μέχρι το 1912 οπότε καταργήθηκε και αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα.
Το 1835, κατά την απογραφή που έγινε τότε, αναφέρθηκαν 248 κάτοικοι, οι οποίοι σε λίγα χρόνια διπλασιάστηκαν. Ο πληθυσμός του Αγκιστρίου γνώρισε αύξηση την περίοδο 1879 – 1907, αλλά μέχρι το 1940 ο πληθυσμός του νησιού διατηρήθηκε λιγοστός.
Το νησί ηλεκτροδοτήθηκε το 1973 και η ακτοπλοϊκή σύνδεση με τον Πειραιά ξεκίνησε το 1960, ενώ μέχρι τότε το νησί είχε σύνδεση με καΐκια με την Αίγινα, τον Πειραιά και τα γύρω νησιά.